ανθηδών

ανθηδών
(antedon). Γένος αρθρωτών εχινοδέρμων της οικογένειας των ανθηδονιδών. Βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες και σε βάθος μέχρι 300 μ. Στη διάρκεια του προνυμφικού τους σταδίου βρίσκονται κολλημένα με έναν μικρό μίσχο στον πυθμένα ή σε άλλα αντικείμενα (σε αυτό το στάδιο ονομάζονται πεντάκρινα). Όταν ενηλικιωθούν, ξεκολλούν από τις βάσεις τους και αρχίζουν να κολυμπούν στον βυθό, ανάμεσα σε βράχια και σε περιοχές θαλάσσιων φυτών. Τα εχινόδερμα αυτά ζουν σε ομάδες και μοιάζουν με άνθη, γεγονός στο οποίο οφείλουν και την ονομασία τους. Έχουν την ιδιότητα της αναγέννησης, χάρη στην οποία ξαναδημιουργούνται τα ακρωτηριασμένα μέρη του σώματός τους. Το πιο γνωστό είδος είναι η α. η μεσογειακή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀνθηδών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ανθηδών — Αρχαία πόλη της Βοιωτίας στον Ευβοϊκό κόλπο. H ονομασία της προέρχεται είτε από μια ομώνυμη νύμφη είτε από τον Άνθα, γιο του Ποσειδώνα και της Αλκυόνης. Η πόλη ήταν μέλος της Βοιωτικής ομοσπονδίας. Είχε άλσος των Καβείρων και ιερό της Δήμητρας… …   Dictionary of Greek

  • Ἀνθηδόνα — Ἀνθηδών masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθηδόνες — Ἀνθηδών masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθηδόνι — Ἀνθηδών masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθηδόνος — Ἀνθηδών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθηδόνων — Ἀνθηδών masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνθηδόσι — Ἀνθηδών masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АНФЕДОН —    • Anthedon,          ή Άνθηδών,        1. город у северного склона Мессания, самый северный прибрежный город Беотии (Hot. Il. 2, 508), с хорошею гаванью, названный по имени А., отца Главка; здесь Главк обращен был в морского бога. Ov. met. 7,… …   Реальный словарь классических древностей

  • Anthédon — ANTHÉDON, ŏnis, Gr. Ἀνθηδὼν, όνος, eine Nymphe, von welcher die Stadt Anthedon in Böotien den Namen bekommen haben soll. Pausan. Bœot. c. 22 …   Gründliches mythologisches Lexikon

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”